ἐμφορῶ

ἐμφορῶ
ἐμφορέω
to be borne about in
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐμφορέω
to be borne about in
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐμφορέω
to be borne about in
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐμφορέω
to be borne about in
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμφορούμαι — ( έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ) μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι) αρχ. μσν. είμαι γεμάτος από κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • προσεμφορώ — έω, Α εισάγω, βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («προσεμφορῶν αὑτῷ δείματα καὶ φόβους», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφορῶ «εισάγω, φέρνω μέσα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”